- καθαγισμός
- καθαγισμόςfuneral ritesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαγισμός — καθαγισμός, ὁ (Α) [καθαγίζω] 1. καθιέρωση, αφιέρωση προσφορών σε νεκρούς 2. συνεκδ. επικήδεια τελετή («τὰ μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν καθαγισμῶν... ὁρᾱτε», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
καθαγισμούς — καθαγισμός funeral rites masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαγισμῶν — καθαγισμός funeral rites masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)